- θρασυγλωττία
- θρασυγλωττίᾱ , θρασυγλωττίαboldness of tonguefem nom/voc/acc dualθρασυγλωττίᾱ , θρασυγλωττίαboldness of tonguefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρασυγλωττία — θρασυγλωττία, ἡ (Α) [θρασύγλωττος] η θρασύτητα τής γλώσσας, η αυθάδεια τής γλώσσας … Dictionary of Greek